- μνησιστεφανος
- μνησιστέφανοςμνησι-στέφᾰνος2притязающий на венок, ведущийся из-за венка
(ἀγών Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἀγών Pind.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μνησιστέφανος — μνησιστέφανος, ον (ΑΜ) αυτός που σκέπτεται τα στεφάνια τής νίκης στους αγώνες («καὶ ἀγῶνα δὲ μνησιστέφανον», Ευστ. Ποντ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μνησι , σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος (βλ. μιμνήσκω) + στέφανος] … Dictionary of Greek
μιμνήσκω — (ΑΜ, Α αιολ. τ. μιμναΐσκω) (μέσ. παθ.) μιμνήσκομαι α) ανακαλώ στη μνήμη μου, θυμάμαι («μνήσθητί μου Κύριε, ὅταν ἔλθης ἐν τῇ βασιλείᾳ σου», ΚΔ) β) κάνω μνεία, μνημονεύω, αναφέρω («πρῶτος εἰπὼν καὶ μνησθεὶς ὑπὲρ τῆς εἰρήνης», Δημοσθ.) γ) εντείνω… … Dictionary of Greek